- μεσίτας
- μεσίτας, ὁ (Μ)ο μεσολαβητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης κατ' επίδραση ουσ. σε -ίτας (πρβλ. ακρ-ίτας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσίτας — μεσί̱τᾱς , μεσίτης mediator masc acc pl μεσί̱τᾱς , μεσίτης mediator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)